- αδιοίκητος
- η , ο [ος , ον ]1) лишённый руководства, управления, командования; 2) плохо управляемый; запущенный (о хозяйстве и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀδιοίκητος — unarranged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιοίκητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει διοίκηση, ακυβέρνητος: Ο λόχος μας εκείνη την ημέρα ουσιαστικά ήταν αδιοίκητος. 2. αυτός που δε διοικείται, δεν κυβερνιέται καλά: Η πατρίδα μας πολλές φορές στα νεότερα χρόνια ήταν αδιοίκητη. 3. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιοίκητος — η, ο (Α ἀδιοίκητος, ον) αυτός που δεν έχει διοίκηση, ο ακυβέρνητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει καλή διοίκηση, παραμελημένος, κακοκυβέρνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διοικῶ. ΠΑΡ. ἀδιοικησία] … Dictionary of Greek
ἀδιοίκητον — ἀδιοίκητος unarranged masc/fem acc sg ἀδιοίκητος unarranged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιοικήτους — ἀδιοίκητος unarranged masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιοίκητα — ἀδιοίκητος unarranged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιοίκητοι — ἀδιοίκητος unarranged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιοικησία — η (Α ἀδιοικησία) [ἀδιοίκητος] έλλειψη διοικήσεως νεοελλ. κακή διακυβέρνηση … Dictionary of Greek